διακυρίττομαι
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
German (Pape)
[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.
Spanish (DGE)
darse de cabezadas, toparse, chocarse διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
•fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.Ep.41 (p.64).
Greek Monolingual
διακυρίττομαι (Α) κυρίττομαι
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα.