διαπωτάομαι

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Spanish (DGE)

volar fig. de la voz πᾶ μοι φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην; S.OT 1310.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πωτάομαι wegvliegen.