Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
volar fig. de la voz πᾶ μοι φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην; S.OT 1310.
δια-πωτάομαι wegvliegen.