διαπωτάομαι

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Spanish (DGE)

volar fig. de la voz πᾶ μοι φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην; S.OT 1310.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πωτάομαι wegvliegen.