volar
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Spanish > Greek
αἰθεροπορέω, ἐκπέτομαι, ἀναπτερόω, ἀποπέτομαι, ἀναπέτομαι, ἐκπέταμαι, ἄημι, ἀητέομαι, ἀνίπταμαι, ἐμπέτομαι, διαπωτάομαι, διαπέτομαι, πέτομαι