διαπύηση

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η (Α διαπύησις, -εως) διαπυώ
σχηματισμός ή ροή πύου σε φλεγμονή.