διασκευωρέομαι

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monotonic

διασκευωρέομαι: Μέσ., προετοιμάζω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Mid. to set all in order, Plat.