διασπαραγμός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
rasgadura, desgarramiento τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764.

Greek Monolingual

ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, -εως)
κατακρεούργηση, κατασπάραξη.