διεκπεραίωση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. καταχώριση, συσκευασία και αποστολή εγγράφων
2. εκτέλεση εντολής ή υπηρεσίας
3. το γραφείο όπου γίνεται η διακίνηση εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. διεκπεραίωσις μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά].