διεκπεραιώνω

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

(Α διεκπεραιῶ, -όω) εκπεραιώ
1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη
2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι
νεοελλ.
1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία
2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα.