διενεργητικός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
διενεργητική, διενεργητικόν, strengthened for ἐνεργητικός, δύναμις Herod.Med.in Rh.Mus.58.76.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
estimulante, δύναμις Anon.Med. en Rh.Mus.58.1903.76.