διεξαμείβω

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Spanish (DGE)

atravesar, sobrepasar en v. pas. ᾧ βίου μόνα ἐτῶν διεξάμειπτο διπλόα δεκάς IG 12(8).441.11 (Tasos II/I a.C.).