διεξαμείβω
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Spanish (DGE)
atravesar, sobrepasar en v. pas. ᾧ βίου μόνα ἐτῶν διεξάμειπτο διπλόα δεκάς IG 12(8).441.11 (Tasos II/I a.C.).