διημέρευση

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η (Μ διημέρευσις) διημερεύω
η παραμονή όλη την ημέρα σε έναν τόπο.