διημέρευση

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

η (Μ διημέρευσις) διημερεύω
η παραμονή όλη την ημέρα σε έναν τόπο.