δικελλευτής
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cavador, azadonero, PCair.Zen.788.20, 21, 23 (III a.C.).
Greek Monolingual
δικελλευτής, ο (AM)
αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης].