διοπτρίτης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου
translúcido, transparente διοπτερίτης (sic) λίθος prob. el talco PHolm.14.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: διοπτρίτης | Medium diacritics: διοπτρίτης | Low diacritics: διοπτρίτης | Capitals: ΔΙΟΠΤΡΙΤΗΣ |
Transliteration A: dioptrítēs | Transliteration B: dioptritēs | Transliteration C: dioptritis | Beta Code: dioptri/ths |
-ου
translúcido, transparente διοπτερίτης (sic) λίθος prob. el talco PHolm.14.