δισσογραφούμαι
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
δισσογραφοῦμαι και διττογραφοῦμαι (διττογραφέομαι) (Α)
1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενον
λέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < -γράφος.