διχοψυχία

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
división, doblez del alma, hipocresía πάσης διχοψυχίας (τὴν ἰδίαν ζωήν) ἀλλοτριώσαντες Origenes M.12.1505D, cf. Ath.Al.M.27.293C.

Greek Monolingual

διχοψυχία, η (AM)
διχασμός της ψυχής, αμφιταλάντευση, αβεβαιότητα στην πίστη.