διχοψυχία
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
división, doblez del alma, hipocresía πάσης διχοψυχίας (τὴν ἰδίαν ζωήν) ἀλλοτριώσαντες Origenes M.12.1505D, cf. Ath.Al.M.27.293C.
Greek Monolingual
διχοψυχία, η (AM)
διχασμός της ψυχής, αμφιταλάντευση, αβεβαιότητα στην πίστη.