δοκάρι

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

το (AM δοκάριον) δοκός
μεγάλη δοκός (για τη στήριξη στέγης, καταστρώματος πλοίου κ.λπ.).