δουλεμπορία

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

η και δουλεμπόριο, το
αγοραπωλησία ή εμπόριο δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δουλέμπορος. Η λ. δουλεμπορία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή και η λ. δουλεμπόριον μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή].