Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(AM δουλῶ, -όω)
υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω
μσν.- νεοελλ.
(για ακίνητα) υποθηκεύω
νεοελλ.
κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή
μσν.
1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα
2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον
αρχ.
καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω.