ταπεινώνω
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
Greek Monolingual
ταπεινῶ, -όω, ΝΜΑ ταπεινός
μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τον εξευτελίζω
νεοελλ.
μέσ. ταπεινώνομαι
μειώνεται η υπόληψά μου
μσν.-αρχ.
1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ΚΔ)
2. παθ. ταπεινοῦμαι, -όομαι- επιδεικνύω ταπεινοφροσύνη
αρχ.
1. καθιστώ κάτι χαμηλότερο, χαμηλώνω
2. ελαττώνω τον όγκο, ιδίως φυτού
3. βιάζω, ατιμάζω γυναίκα
4. μτφ. α) περιορίζω («ἐλπίζων διασκεδάσειν τὰ ἐγκλήματα καὶ ταπεινώσειν τὸν φθόνον», Πλούτ.)
β) θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο
γ) καταπιέζω
5. παθ. α) (για ποταμό) καθίσταμαι πιο αβαθής, πιο ρηχός
β) (για πλανήτες) υφίσταμαι απόκλιση.