δούξ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
δουκός, ὁ, = Lat. dux, PLond.2.141.18 (iv A. D.), Just.Edict. 13.18Intr., etc.
Spanish (DGE)
δουκός, ὁ
lat. dux en biz. duque, comandante militar de ejércitos fronterizos estacionados, a veces c. mando civil en la provincia ὁ λαμπρότατος δούξ POxy.1103.3 (IV d.C.), ὁ πανεύφημος δούξ PSI 481.2 (V/VI d.C.), ὁ μεγαλοπρεπέστατος δούξ IGLS 9115, 9116 (Bostra), IEphesos 737.4, 8, Gerasa 276 (V d.C.), unido a otras magistraturas τοῦ ... κόμ(ητος) δουκὸς κ(αὶ) ἄρχ(οντος) Gerasa 278, cf. 279 (ambas VI d.C.), τοὺς δοῦκας ἐμ μὲν τῷ Παλαιστίνης κ[αὶ Εὐ] φρατησίας λιμίτῳ SEG 32.1554B.6 (Arabia VI d.C.), c. gen. ὁ τῆς Αἰγύπτου δ. Eus.M.20.1533C, Ἀστέριος ὁ γενόμενος δ. Ἀρμενίας Ath.Al.M.25.624A, δ. Ἰσαυρίας MAMA 3.73 (V d.C.), δ. τῆς Θηβαίων χώρας ISyène 196.24 (VI d.C.).
Greek Monolingual
, ο
βλ. δούκας.