Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
inf. ao.2 de δίδωμι.
δοῦναι: απαρ. αορ. βʹ του δίδωμι.
δοῦναι: inf. aor. 2 к δίδωμι.