δρυμόνιος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
α, ον, haunting the woods, epithet of Artemis, Orph.H. 36.12.
Spanish (DGE)
(δρῡμόνιος) -α, -ον de los bosques epít. de Ártemis, Orph.H.36.12.
Greek (Liddell-Scott)
δρῡμόνιος: -α, -ον, ὁ διατρίβων εἰς τὰ δάση, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 12.
Greek Monolingual
δρυμόνιος, -α, -ον (Α)
αυτός που ζει στα δάση.