δρύπη

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

η
ονομασία τών εμπύρηνων καρπών, με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κεράσια, βερίκοκα, αμύγδαλα κ.λπ.).