δυσανασχετώ

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

δυσανασχετῶ (-έω) (AM)
στενοχωριέμαι, μέ καταλαμβάνει δυσφορία και αδημονία
αρχ.
υποφέρω κάτι με δυσκολία.