δυσιερώ

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

δυσιερῶ (-έω) (Α)
έχω κακά σημάδια κατά τη θυσία.