δυσιερώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

δυσιερῶ (-έω) (Α)
έχω κακά σημάδια κατά τη θυσία.