Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: δύσχρους | Medium diacritics: δύσχρους | Low diacritics: δύσχρους | Capitals: ΔΥΣΧΡΟΥΣ |
Transliteration A: dýschrous | Transliteration B: dyschrous | Transliteration C: dyschrous | Beta Code: du/sxrous |
-ουν, contr. for δύσχροος.
δύσχρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει άσχημο χρώμα.
zusammengezogen aus δύσχροος.