εγκαθίδρυση

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐγκαθίδρυσις)
1. εγκατάσταση, τοποθέτηση
2. (για πολιτεύματα, θεσμούς κ.λπ.) το να τεθεί σε ισχύ ή λειτουργίαεγκαθίδρυση δικτατορίας»).