εθνοφρουρά
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
Greek Monolingual
η
1. η ένοπλη δύναμη του έθνους
2. εθνοφυλακή
3. (παλιότερα) το σύνολο τών στρατεύσιμων πολιτών από 32-42 χρονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].