εθνωφελής

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-ές
επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849].