εισροή
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
η (AM εἰσροή)
(για ρευστά και αέρια) ροή μέσα σε κάτι («εἰσροὴ ὑδάτων»)
αρχ.
άφθονη συγκέντρωση χρημάτων, πλήθους κ.λπ.