εισροή

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσροή)
(για ρευστά και αέρια) ροή μέσα σε κάτι («εἰσροὴ ὑδάτων»)
αρχ.
άφθονη συγκέντρωση χρημάτων, πλήθους κ.λπ.