εισροή

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσροή)
(για ρευστά και αέρια) ροή μέσα σε κάτι («εἰσροὴ ὑδάτων»)
αρχ.
άφθονη συγκέντρωση χρημάτων, πλήθους κ.λπ.