εκθάπτω

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω)
1. βγάζω από τον τάφο
2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο
νεοελλ.
ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο.