ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω)
1. βγάζω από τον τάφο
2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο
νεοελλ.
ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο.