εκκυλίνδω

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)
Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω
II. (-ομαι)
1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω
2. παρασύρομαι από πάθη
μσν.
παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
2. κοινολογώ, διαδίδω.