εκτιναγμός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ο (Α ἐκτιναγμός)
1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση
2. καθάρισμα του σιταριού με λίχνισμα.