ελαΐζω

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source

Greek Monolingual

ἐλαΐζω (Α)
1. καλλιεργώ ελιές
2. έχω το χρώμα της ελιάς.