ελαιοβαφής

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἐλαιοβαφής, -ές)
ο βαμμένος ή βουτηγμένος στο λάδι.