ελικοφόρος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ο (Μ ἑλικοφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες
2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο
πλοίο που κινείται με έλικες
3. χαραγμένος με έλικες
μσν.
(για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες.