ελικοφόρος

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source

Greek Monolingual

-ο (Μ ἑλικοφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες
2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο
πλοίο που κινείται με έλικες
3. χαραγμένος με έλικες
μσν.
(για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες.