ελικτός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑλικτός, -ή, -όν
Α και εἱλικτός, -ή, -όν)
1. στριφτός, στριφογυριστός
2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής
αρχ.
(για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές.