ελληνοδιδάσκαλος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ο
1. δάσκαλος τών αρχαίων Ελληνικών
2. αυτός που υπηρετούσε σε τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο.