εμπαίζω

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(AM ἐμπαίζω)
1. περιπαίζω, περιγελώ
2. απατώ, ξεγελώ («τον εμπαίζει με υποσχέσεις»)
αρχ.
1. παίζω, διασκεδάζω
2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα.