εμπασιά

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

και μπασιά και έμπαση, η
1. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος
2. στενός δρόμος
3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά της θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια.