εμπασιά

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

και μπασιά και έμπαση, η
1. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος
2. στενός δρόμος
3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά της θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια.