εμποράκος

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

ο
υποκορ. του έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος.